- ζούγωνερ
- ζούγωνερ (Α)(κατά τον Ησύχ.) «ζούγωνερ Λάκωνες ἀντί ζύγωνεςβόες ἐργάται» — βόδια για όργωμα, για αροτρίωση.[ΕΤΥΜΟΛ. ζούγωνερ, διαλεκτικός δωρ. τ. αντί τού αττ. ζύγωνες (ενν. βόες). Ο τ. ζύγων < ζυγόν].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.